Η συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Βρετανίας για την προμήθεια 20 Eurofighter Typhoon υποδεικνύει μια αλλαγή στις ισορροπίες ισχύος, τοποθετώντας το Λονδίνο σε ρόλο γέφυρας μεταξύ Δύσης και Άγκυρας και διασφαλίζοντας μια συμμετρική αεροπορική ισορροπία Eλλάδας – Τουρκίας μέχρι το 2030.
Η Τουρκία και η βρετανική κυβέρνηση έχουν καταλήξει σε συμφωνία για την απόκτηση 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon, με κόστος περίπου 8 δισ. λιρών, και οι παραδόσεις αναμένονται στο τέλος της δεκαετίας.
«Η δήλωση ανακοινώθηκε στην Άγκυρα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ στην τουρκική πρωτεύουσα». Η Βρετανία φαίνεται ότι έχει αναλάβει τον ρόλο του προωθητή της πώλησης, συνεργαζόμενη με τη Γερμανία και την Ιταλία, οι οποίες είναι μέλη της κοινοπραξίας για το Typhoon.
Η αλλαγή πορείας της Γερμανίας – που για αρκετούς μήνες ασκούσε βέτο λόγω ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της στάσης της Τουρκίας στη Γάζα – επέτρεψε τη συμφωνία, διευκολύνοντας το Λονδίνο να παίξει ρόλο «πολιτικού μεσολαβητή» μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Άγκυρας.
Σύμφωνα με πηγή της βρετανικής κυβέρνησης που μίλησε στην εφημερίδα «Guardian», η πώληση «δυναμώνει την συλλογική ασφάλεια της Συμμαχίας», ενώ ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Γιασάρ Γκιουλέρ χαρακτήρισε αυτή τη «κίνηση-ορόσημο» για την στρατηγική της χώρας στην αυτοδύναμη αεροπορική της ισχύ.
Ελλάδα – Τουρκία: Ισορροπία δυνάμεων
Η απόκτηση των Eurofighter έρχεται σε μια περίοδο αναδιάρθρωσης της ελληνοτουρκικής ισορροπίας. Η Ελλάδα ήδη παραλαμβάνει τα Rafale F3R και προγραμματίζει την ένταξη των F-35A, ενώ η Τουρκία προχωρά σε εκσυγχρονισμό του στόλου F-16 Block 70 και στην ανάπτυξη του εγχώριου μαχητικού stealth KAAN, επιπλέον της ενίσχυσης της πολεμικής αεροπορίας της με Typhoon.
Αν και δεν εμφανίζεται υπεροχή για καμία από τις πλευρές, παρατηρείται «παράλληλη αναβάθμιση»: και οι δύο Αεροπορίες σχεδιάζουν να διαθέτουν έως το 2030 σμήνη πολλών επιπέδων με δυτική τεχνολογία, προσφέροντας παρόμοιες δυνατότητες εμπλοκής BVR και διαλειτουργικότητα με το ΝΑΤΟ.
Η τουρκική επιλογή έχει, όμως, και πολιτικές προεκτάσεις: εκφράζει μήνυμα αυτονομίας από τις ΗΠΑ, ενώ αποφεύγει την πλήρη εξάρτηση από ρωσική ή κινεζική τεχνολογία.
Απλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αθήνα επένδυσε δισεκατομμύρια σε προμήθειες που δεν προσφέρουν σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα, την ώρα που η Τουρκία έχει αφιερώσει τη δική της χρηματοδότηση στην αγορά αυτονομίας, όπως θα αναλύσουμε διεξοδικότερα στη συνέχεια.
Το βρετανικό «παιχνίδι»
Η συμφωνία με το Λονδίνο δεν είναι μοναδική. Η BAE Systems, ο μεγαλύτερος αμυντικός και αεροναυπηγικός όμιλος του Ηνωμένου Βασιλείου και ένας από τους κορυφαίους στο παγκόσμιο επίπεδο, συνεργάζεται ήδη με την Τουρκική Αεροπορική Βιομηχανία (TAI) στο πρόγραμμα KAAN, που αποτελεί το πρώτο stealth μαχητικό κατασκευής Τουρκίας.
Η πώληση των Typhoon εδραιώνει αυτή τη συνεργασία και λειτουργεί ως «ανταμοιβή» για τη βρετανική τεχνική υποστήριξη στο KAAN, ενισχύοντας την παρουσία του Ηνωμένου Βασιλείου στην τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Με απλά λόγια, το Λονδίνο πουλά αεροσκάφη και αποκτά επιρροή – ένα μοντέλο που θυμίζει τις τακτικές που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ τις δεκαετίες του ’80 και ’90.
Για την Τουρκία, η συνεργασία με τη Βρετανία λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στις αμερικανικές επιφυλάξεις για τα F-35 και είναι μια ασφαλιστική δικλίδα απέναντι στις ευρωπαϊκές πιέσεις σχετικά με το casus belli και την ένταξή της στο πρόγραμμα SAFE της Ε.Ε.
Η «διπλωματία» ΗΠΑ – Βρετανίας
Η συμφωνία για τα Typhoon αποκαλύπτει μια νέα πραγματικότητα ή μάλλον μια στρατηγική συμπληρωματική σχέση μεταξύ Ουάσινγκτον και Λονδίνου με σκοπό την επίτευξη κοινών γεωπολιτικών στόχων.
Η Ουάσινγκτον παραμένει επιφυλακτική με την Άγκυρα λόγω της άρνησης της να εγκαταλείψει τους ρωσικούς πυραύλους S-400 και της θετικής στάσης του Ερντογάν απέναντι στη Μόσχα, ενώ το Λονδίνο επενδύει στη σχέση – προσφέροντας όπλα, τεχνολογία και πολιτική υποστήριξη.
Από την πλευρά της, η Άγκυρα εκμεταλλεύεται τη διαφοροποίηση στους δυτικούς συμμάχους, επανατοποθετώντας τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ από μια «εξάρτηση» σε μια «πολυδιάστατη συνεργασία».
Η απόκτηση των Eurofighter από την Τουρκία, σε αυτό το πλαίσιο, είναι λιγότερο στρατιωτική συμφωνία και περισσότερο μια τουρκική δήλωση γεωπολιτικής ανεξαρτησίας.
Η ελληνική οπτική
Για την Αθήνα, η συμφωνία ανάμεσα στην Άγκυρα και το Λονδίνο δείχνει πως η Τουρκία δεν θα μείνει χωρίς εναλλακτικές, ακόμη κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρήσουν κάποιες αποστάσεις. Η δυτική αγορά – και πιο συγκεκριμένα η ευρωπαϊκή – παραμένει ανοιχτή σε μια Τουρκία που αξιοποιεί το γεωπολιτικό της μέγεθος και επιρροή σε μια εποχή που συντελούνται ραγδαίες γεωπολιτικές αλλαγές.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να δει την στρατηγική της για εξοπλισμούς όχι ως αριθμούς, αλλά ως επένδυση σε στρατηγικό βάθος, τεχνολογική υπεροχή και διπλωματική σταθερότητα. Πιο σημαντικά, ίσως, χρειάζεται να προχωρήσει σε μια σαφή διακομματική στρατηγική για την εξωτερική πολιτική της.
Διότι, στο τέλος, η «ισορροπία ισχύος» δεν θα αποφασιστεί από το ποιος διαθέτει περισσότερα μαχητικά, αλλά από το ποιος μπορεί να ενσωματώσει την αεροπορική (και συνολική) του ισχύ σε ένα ισχυρό πλαίσιο συμμαχιών, ασκήσεων και πολιτικής συνέπειας.
Η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει αυτό μέσω της ευελιξίας και της εξασφάλισης σχετικής αυτονομίας. Στην αντίπερα όχθη, η Ελλάδα φαίνεται ότι έχει περιορίσει αυτό το περιθώριο (για αυτόνομες πολιτικές επιλογές) και για αυτό φαίνεται επαρκώς πρόθυμη και πειθήνια σύμμαχος. Αρκεί όμως αυτό για να διασφαλίσει την κυριαρχία της;




